υπερδιατείνω

υπερδιατείνω
Α
1. προκαλώ υπερβολική διάταση σε όργανο τού σώματος·2. παθ. ὑπερδιατείνομαι
α) τεντώνομαι φωνάζοντας, φουσκώνω και φωνάζω («ὑπερδιατεινόμενον κύριον ποιῆσαι τὸν νόμον», Δημοσθ.)
β) (σχετικά με την κύστη ή άλλα όργανα) παρουσιάζω έντονη διάταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + διατείνω «εκτείνω, τεντώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπερδιάτασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερδιατείνω] υπερβολική διάταση οργάνου τού σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”